καρηβαρῶ

καρηβαρῶ
καρηβαράω
to be heavy in the head
pres imperat mp 2nd sg
καρηβαράω
to be heavy in the head
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καρηβαράω
to be heavy in the head
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καρηβαράω
to be heavy in the head
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
καρηβαράω
to be heavy in the head
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
καρηβαράω
to be heavy in the head
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
καρηβαρέω
to be heavy in the head
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καρηβαρέω
to be heavy in the head
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρηβαρώ — έω (Α καρηβαρῶ, έω και καρηβαριῶ, άω [καρηβαρής] έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι αρχ. μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τόν τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ακροβαρώ — ἀκροβαρῶ ( έω) (Α) χάνω την ισορροπία μου γιατί δέχομαι υπερβολική πίεση στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροβαρής < ἀκρο (Ι) + βαρής < βάρος, πρβλ. οἰνοβαρής οἰνοβαρῶ, καρηβαρής καρηβαρῶ] …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • καραιβαρώ — καραιβαρῶ, άω (Α) βλ. καρηβαρώ …   Dictionary of Greek

  • καρηβάρησις — καρηβάρησις, ἡ (Α) [καρηβαρώ] καρηβαρία*, πονοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • καρηβαριώ — καρηβαριῶ, άω (Α) [καρηβαρία] καρηβαρώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”